- παλιγκοτώ
- παλιγκοτῶ, -έω (Α) [παλίγκοτος](για πληγή) γίνομαι πάλι κακοήθης, υποτροπιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παλιγκότῳ — παλίγκοτος spiteful masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παλιγκοταίνω — (Α) παλιγκοτώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλιγκοτῶ, κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
παλιγκότησις — παλιγκότησις, ἡ (Α) [παλιγκοτώ] υποτροπιασμός πληγής, η εκ νέου φλόγωση έλκους … Dictionary of Greek